Η πόλη της αρχαίας Τανάγρας βρίσκεται πάνω στον χαμηλό λόφο Γκριμάδα, σε απόσταση 20 χλμ., περίπου, ΝΑ. των Θηβών, 5 χλμ. Ν. του Σχηματαρίου και 35 χλμ. Β. των Αθηνών. Στα Ν. διατρέχεται από τον ποταμό Ασωπό και στα Α. από τον παραπόταμό του Λάρη (αρχαίος Θερμοδών, πιθανότατα), ενώ αμέσως ΒΔ., ως συνέχεια του λόφου, υψώνεται το γνωστό από την αρχαιότητα Κηρύκειον όρος (σημερινός Σωρός). Η θέση κατοικείτο συνεχώς από τη νεολιθική περίοδο μέχρι και τον 7ο αι. μ.Χ. Για πρώτη φορά εντοπίστηκε το 1776, η ταύτισή της, ωστόσο, με την αρχαία Τανάγρα έγινε το 1806, βάσει μιας αρχαίας επιγραφής, η οποία βρέθηκε εντοιχισμένη στο βυζαντινό εκκλησάκι του Αγίου Θωμά.
Η πόλη ιδρύθηκε κατά τους αρχαϊκούς χρόνους. Αν και δεν έχει ανασκαφεί, διατηρεί ορατά, στο μεγαλύτερο μήκος τους, τείχη της ύστερης κλασικής περιόδου, με επισκευές και συμπληρώσεις μεγάλου τμήματός τους κατά τους ρωμαϊκούς αυτοκρατορικούς χρόνους. Οι πρόσφατες γεωφυσικές έρευνες έδειξαν ότι η οχύρωση του τέλους του 4ου αι. π.Χ. περιέκλειε μεγαλύτερη έκταση προς τα Β. και ΒΔ. από την ήδη μεγάλη ρωμαϊκή, η οποία ξεπερνά τα 300 στρέμματα. Η οχύρωση ήταν κατασκευασμένη κατά το ψευδοϊσόδομο σύστημα και διέθετε πύργους σε ίσες, περίπου, αποστάσεις.
Η Τανάγρα, ήδη από τα τέλη του 4ου αι. π.Χ., ήταν κτισμένη κατά το ιπποδάμειο σύστημα, δηλαδή με ορθογώνια τεμνόμενους δρόμους και οργάνωση της πόλεως σε ζώνες δραστηριοτήτων. Οι ζώνες αυτές ακολουθούσαν στην Τανάγρα τη φυσική διαμόρφωση του εδάφους σε τρία κλιμακωτά πλατώματα. Στο υψηλότερο πλάτωμα, στα Ν. της πόλης, βρίσκονταν συγκεντρωμένα, σύμφωνα με τις αρχαίες μαρτυρίες, τα σημαντικότερα ιερά και οι ναοί. Σήμερα είναι ορατό το κοίλο του αρχαίου θεάτρου. Η αγορά και πολλά δημόσια κτίρια βρίσκονταν στο μεσαίο πλάτωμα, ενώ οι οικίες στο χαμηλότερο, στα Β. της πόλης. Από τις πύλες της οχύρωσής της ξεκινούσαν οκτώ δρόμοι, οι οποίοι οδηγούσαν προς την Αθήνα και προς διάφορες βοιωτικές πόλεις. Από αυτές έχουν ταυτιστεί με βεβαιότητα δύο: η πύλη των Θηβών και η πύλη του Ασωπού. Μία τρίτη ταυτίζεται με επιφύλαξη με την πύλη του Δηλίου, ενώ βέβαιη θεωρείται και η ύπαρξη τέταρτης πύλης, στα Ν. της πόλεως.
Τα νεκροταφεία, τα οποία έχουν κατά το πλείστον συληθεί και εν μέρει ανασκαφεί, χρονολογούνται από τους αρχαϊκούς έως και τους πρώιμους ρωμαϊκούς χρόνους. Εκτείνονταν σε μεγάλη απόσταση περιμετρικά της πόλεως, στις θέσεις «Μπαλή», στα ΒΔ., «Κοκκάλι», στα ΒΑ., και «Γκέλεζι», στα Ν.-ΝΑ. Οι τάφοι διατάσσονταν σε μακρές σειρές εκατέρωθεν των αρχαίων δρόμων.
Η πόλη βρισκόταν στη ΝΑ. Βοιωτία, στο κέντρο περίπου της αναφερόμενης από τον Στράβωνα Ταναγραϊκής περιοχής, η οποία περιελάμβανε τις παράλιες πόλεις Αυλίδα και Δήλιον και τις πόλεις Ελεών, Άρμα, Μυκαλησσός και Φαραί, που συνιστούσαν τη λεγόμενητετρακωμία. Ως σημαντικότερη πόλη, η Τανάγρα είχε τον έλεγχο της περιοχής αυτής, αν και όχι πάντα ολόκληρης. Από το 500 π.Χ., ο έλεγχος της τετρακωμίας και των παραλίων του Ευβοϊκού περιήλθε στη Θήβα. Λίγο πριν από το 424 π.Χ., απέκτησε και πάλι η Τανάγρα τον έλεγχο του Δηλίου, και από το 338 π.Χ. μέχρι και τους Ρωμαϊκούς χρόνους, τηςτετρακωμίας και της Αυλίδας.
Η στρατηγική θέση της Τανάγρας, κοντά στη μεθόριο Αττικής και Βοιωτίας, και ο κατά καιρούς αποκλεισμός της από τη θάλασσα καθόριζε και τη στάση της απέναντι στα μεγάλα γεγονότα. Κατά την περίοδο της παντοδυναμίας των Θηβών υφίστατο την κυριαρχία τους, ενώ κατά την περίοδο κάμψης τους ήταν αυτόνομη και δυνατή, με αποτέλεσμα να αντιμετωπίζεται ως απειλή από τους Αθηναίους, οι οποίοι άλλοτε στρέφονταν εναντίον της κι άλλοτε διεκδικούσαν τη συμμαχία της.
Στην τέχνη της, όπως ήταν φυσικό, ήταν πολύ πιο έντονη η επίδραση της Αττικής σε σχέση με άλλες βοιωτικές πόλεις. Χαρακτηριστική είναι στους ελληνιστικούς χρόνους η άμεση εξάπλωση των νέων τύπων της κοροπλαστικής από τα αττικά εργαστήρια, που πρώτα τους δημιούργησαν, στα ταναγραϊκά, και η σχεδόν παράλληλη αλλά συγχρόνως ανεξάρτητη σ’ αυτά εξέλιξή τους.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1870, η περιοχή των νεκροταφείων της αρχαίας Τανάγρας επλήγη ανεπανόρθωτα από μεγάλης έκτασης λαθρανασκαφές, που στόχο είχαν την εύρεση των εξαίρετης τέχνης πήλινων ειδωλίων, των «ταναγραίων», και τη διοχέτευσή τους κυρίως στο εξωτερικό.
Περιηγητές της εποχής αναφέρουν ότι τα έτη 1872-1873 συλήθηκαν περί τους 8-10.000 τάφους, σε απόσταση έως και 12 χλμ. από τα τείχη της ακρόπολης. Αυτή η μεγάλης έκτασης καταστροφή προκάλεσε το 1873 την επέμβαση των ελληνικών αρχών και την αποστολή εκ μέρους της Αρχαιολογικής Εταιρείας του σπουδαίου αρχαιολόγου Π. Σταματάκη, για να διασώσει όσες αρχαιότητες είχαν απομείνει και να σταματήσει τις λαθρανασκαφές. Με τη συνδρομή του στρατού, περισυνέλλεξε εκατοντάδες διάσπαρτες στον χώρο επιτύμβιες στήλες και προέβη στην διενέργεια ανασκαφικών ερευνών, κατά τα διαστήματα 1874-1879, και 1881-1882. Το έργο του συνεχίστηκε από τον Χρ. Τσούντα το 1887, από τον Ε. Κορομάντζο το 1888-1889 και από τον Ν. Παππαδάκη το 1911.
Στην πόλη της αρχαίας Τανάγρας, πραγματοποιήθηκε μόνο μια μικρής κλίμακας ανασκαφική έρευνα, το 1890. Από το 1911 και για διάστημα 65 ετών δεν διενεργήθηκε άλλη παράνομη ή νόμιμη έρευνα στην περιοχή. Από το 1976, όμως, μια σειρά μεγάλων δημόσιων και ιδιωτικών έργων οδήγησε στην ανάληψη σωστικών ανασκαφικών ερευνών στην περιοχή των νεκροταφείων. Τα έργα αυτά ήταν οι εγκαταστάσεις της Ελληνικής Αεροπορικής Βιομηχανίας, το εργοστάσιο της 3 Ε, ο Βιολογικός Καθαρισμός Οινοφύτων-Σχηματαρίου, και τα έργα του Φυσικού Αερίου και της ΕΥΔΑΠ. Μέχρι το 2002 ήρθε στο φως σημαντικός αριθμός επιπλέον τάφων. Πολλοί από αυτούς έδωσαν στοιχεία, τα οποία αναπλήρωσαν ένα μικρό μέρος των κενών που είχαν δημιουργήσει στην επιστήμη οι εκτεταμένες λαθρανασκαφές του 19ου αιώνα. «Ταναγραίες», ωστόσο, βρέθηκαν ελάχιστες, όσες είχαν διαφύγει της προσοχής των αρχαιοκαπήλων.
Παράλληλα με τις σωστικές ανασκαφές στα νεκροταφεία, διενεργήθηκαν και τοπογραφικές έρευνες στην πόλη της αρχαίας Τανάγρας: από το Καναδικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο το 1985, υπό τη διεύθυνση του καθηγητή D. Roller, και από το Ολλανδικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο από το 2000 μέχρι σήμερα, υπό τη διεύθυνση των καθηγητών J. Bintliff και B. Slapšak. Αν και δεν πρόκειται για ανασκαφές αλλά για επιφανειακές -τοπογραφικές και γεωφυσικές- έρευνες, η εφαρμογή σ’ αυτές σύγχρονων μεθόδων έχει δώσει μέχρι σήμερα πολύτιμα προανασκαφικά στοιχεία για το πολεοδομικό σχέδιο της αρχαίας Τανάγρας και για την πορεία του τείχους της.
Ο όρος «ταναγραίες» αποδίδεται συμβατικά σε μια κατηγορία πήλινων ειδωλίων ελληνιστικών χρόνων, ανεξαρτήτως προελεύσεως. Τα εξαιρετικής τέχνης ειδώλια πρωτοβρέθηκαν σε μεγάλους αριθμούς σε λαθρανασκαφές, οι οποίες από τις αρχές της δεκαετίας του 1870 απογύμνωσαν κυριολεκτικά τις ταναγραϊκές νεκροπόλεις. Παρίσταναν, κυρίως, γυναίκες και κορίτσια με πολύχρωμα ενδύματα και περίτεχνες κομμώσεις της εποχής, σε στάσεις γεμάτες χάρη και κίνηση.
Η τυχαία, αρχικά, αποκάλυψη των ειδωλίων από χωρικούς που καλλιεργούσαν τα χωράφια τους, κίνησε το ενδιαφέρον αρχαιοκαπήλων, οι οποίοι τα διέθεταν στην αθηναϊκή και ευρωπαϊκή αγορά, σε πλούσιους ευρωπαίους συλλέκτες αρχαίων. Οι ευρωπαίοι συλλέκτες και τα μεγάλα μουσεία, εκτιμώντας την ομορφιά και την πρωτοτυπία των «ταναγραίων», επιδίωκαν την απόκτησή τους. Η τεράστια ζήτηση των «ταναγραίων» προκάλεσε τη φρενήρη αναζήτηση και λεηλάτηση των τάφων από τους ντόπιους. Τα περιζήτητα ειδώλια βρίσκονταν σε κιβωτιόσχημους, κυρίως, τάφους. Συχνά κατασκευάζονταν και κίβδηλα, τα οποία είχαν τέτοια ομοιότητα με τα αυθεντικά, ώστε δεν ήταν δυνατή η αναγνώρισή τους χωρίς τη διενέργεια εργαστηριακών αναλύσεων.
Μεγάλες συλλογές ειδωλίων με προέλευση την Τανάγρα και άλλες βοιωτικές πόλεις βρίσκονται σήμερα στα μουσεία της δυτικής Ευρώπης (Λούβρο, Βρετανικό, Βερολίνο κλπ.). Οι συλλογές αυτές προέρχονται είτε από τις δωρεές που έκαναν διάσημοι συλλέκτες προς τα Μουσεία της χώρας τους, είτε από απευθείας αγορά από τα ίδια τα Μουσεία. Σημαντική είναι η συλλογή του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου Αθηνών. Τα ειδώλια αυτά προέρχονται από τις παλαιές ανασκαφές της Αρχαιολογικής Εταιρείας (1874-1911).
Οι «ταναγραίες» θαυμάστηκαν και διαδόθηκαν τόσο πολύ κατά τον 19ο αιώνα, ώστε επηρέασαν την ευρωπαϊκή τέχνη και τη γυναικεία μόδα.
Στο Αρχαιολογικό Μουσείο Σχηματαρίου, τα δείγματα «ταναγραίων» είναι ελάχιστα, αλλά σημαντικά. Στην πλειονότητά τους προέρχονται από τις ανασκαφικές έρευνες της Θ΄ Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων κατά την τελευταία 30ετία.
Κατά τον Πλούταρχο, μυθικός ιδρυτής της Τανάγρας ήταν ο Ποίμανδρος και οι δίδυμοι γιοί του Λεύκιππος και Έφιππος, τα ονόματα των οποίων παραπέμπουν στον γεωργοκτηνοτροφικό χαρακτήρα της και στην εκτροφή ίππων.
Οι Ταναγραίοι φημίζονταν για την ευσέβειά τους. Από τους Ολύμπιους θεούς, ιδιαίτερα λάτρευαν τον Ερμή, που σύμφωνα με την τοπική εκδοχή του μύθου είχε γεννηθεί στο όρος Κηρύκειον. Προς τιμήν του εορτάζονταν τα Ερμαία.
Εξίσου σημαντική, λόγω της παραγωγής στην περιοχή του καλύτερου βοιωτικού οίνου, ήταν και η λατρεία του Διονύσου. Στον ναό του φυλασσόταν και ο περίφημος Τρίτων, ένα θαλάσσιο τέρας που διατηρείτο μέσα σε θαλασσινό νερό. Κοντά στον ναό του Διονύσου υπήρχε και το ιερό της Θέμιδος.
Άλλες σημαντικές λατρείες, οι οποίες διατηρήθηκαν έως και τους αυτοκρατορικούς χρόνους, ήταν του Απόλλωνος Καρυκείου και της Αρτέμιδος. Στην ελληνιστική περίοδο ιδρύθηκε ο ναός της Δήμητρας και της Κόρης και καθιερώθηκε γιορτή προς τιμήν του Διός. Τον 1ο αι. π.Χ. ιδρύθηκαν τα Σαραπεία, εορτές προς τιμήν του Σαράπιδος. Εκτός από τον Σάραπι, λατρεύονταν και άλλες αιγυπτιακές θεότητες, όπως η Ίσις. Στα χρόνια του Αυγούστου καθιερώθηκαν προς τιμήν του, κατά τη συνήθεια της εποχής, και τα Καισάρεια.
Χαρακτηριστική για την περιοχή ήταν και η λατρεία τοπικών ηρώων, με σημαντικότερη αυτήν του Ωρίωνος, του οποίου τα κατορθώματα εξυμνήθηκαν από την Ταναγραία ποιήτρια Κόριννα. Σημαντική ήταν και η λατρεία του μισογύνη ήρωα
Κ